Η Πανελλήνια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία Νοσηλευτικού Προσωπικού (ΠαΣΟΝοΠ) από συστάσεώς της εν έτη 2002, αποτελεί το αντιπροσωπευτικότερο Δευτεροβάθμιο, Κλαδικό Συνδικαλιστικό όργανο του Νοσηλευτικού προσωπικού που υπηρετεί στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Η Ομοσπονδία μας, σε όλα τα χρόνια ιστορίας και δράσης της – πάντοτε εντός του Δημοκρατικού πλαισίου και σύμφωνα με όσα ο Νόμος και το Σύνταγμα ορίζουν- ήταν και παραμένει πάντοτε προσηλωμένη στη συνδικαλιστική εκπροσώπηση της μεγαλύτερης εργασιακής ομάδας στο ΕΣΥ που δεν είναι άλλη από το Νοσηλευτικό προσωπικό στο σύνολό του (Νοσηλευτές ΠΕ, ΤΕ, Βοηθοί Νοσηλευτές ΔΕ, Μαίες, Επισκέπτες/τριες Υγείας), την ανάδειξη δυσχερειών και την υποβολή προτάσεων στην κατεύθυνση βελτίωσης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών Υγείας προς τους πολίτες, με μοναδικό γνώμονα την προάσπιση του Δημοσίου συμφέροντος χωρίς ίχνος μικροπολιτικής σκοπιμότητας.
Στην κατεύθυνση αυτή σας υποβάλλουμε ολοκληρωμένο το αίτημα – πρόταση της Ομοσπονδίας μας, για την Νοσηλευτική Εκπαίδευση θεσμοθέτηση για μια συνολικότερη μεταρρύθμιση σε ότι αφορά τη Νοσηλευτική στην Ελλάδα, και η οποία με τη σειρά της απαιτεί διακομματική συναίνεση από το σύνολο των Πολιτικών δυνάμεων προκειμένου να ευοδωθεί.
Η πρόταση για την Νοσηλευτική Εκπαίδευση περιλαμβάνει:
- Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση (προπτυχιακή) για το σύνολο των Νοσηλευτών.
- Μετεκπαίδευση υπό τη μορφή Νοσηλευτικής Ειδικότητας ως απαραίτητου κριτηρίου πρόσληψης στο ΕΣΥ.
- Υπηρεσιακή ανέλιξη, ιεραρχική διαβάθμιση, κριτήρια αξιολόγησης.
Οι ως άνω παράμετροι εξειδικεύονται αναλυτικά ως εξής:
1. Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση
Κατά την ψήφιση του ν.3252/2004 για την ίδρυση της Ένωσης Νοσηλευτών Ελλάδας (ΝΠΔΔ) ως Φορέα ελέγχου του Νοσηλευτικού επαγγέλματος, υπήρξε διακομματική συμφωνία τόσο κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων όσο και στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου, για την ψήφιση ενός νομοσχεδίου που θα αφορούσε την Πανεπιστημιακού Επιπέδου, ενιαία εκπαίδευση των Νοσηλευτών.
Και αυτό, γιατί το αίτημα για ενιαία, Πανεπιστημιακού επιπέδου Νοσηλευτική Εκπαίδευση είναι διαχρονικά καθολικό από όλους τους Νοσηλευτικούς Φορείς, αλλά ταυτόχρονα καθίσταται αναγκαιότητα καθώς η ΕΝΕ δεν έχει σήμερα δικαιοδοσία ελέγχου στο 50% των ασκούντων τη Νοσηλευτική, δηλαδή στους Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Βοηθούς Νοσηλευτών.
Με την ίδρυση του ΕΣΥ το 1983 άρχισε να παρατηρείται μια δυσαναλογία στην ανάπτυξη των νοσηλευτικών κλινών, σε σχέση με την αριθμητική αύξηση των Ιατρών και των Νοσηλευτών, με αποτέλεσμα σήμερα ο αριθμός των Ιατρών να ξεπερνάει εκείνον των Νοσηλευτών. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat αλλά και τις ετήσιες εκθέσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της EE στην οποία παρατηρείται αυτή η δυσαναλογία, αφού στις υπόλοιπες χώρες οι Νοσηλευτές είναι κατά πολύ περισσότεροι από τους Ιατρούς. Επίσης στην Ελλάδα, αντιστοιχούν οι λιγότεροι στην Ευρώπη Νοσηλευτές ανά κάτοικο, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην τελευταία θέση μεταξύ των μελών της E.E.
Από όλα τα παραπάνω, καταδεικνύεται ότι απαιτείται μια γενναία μεταρρύθμιση σε ότι αφορά την παραγωγή Νοσηλευτικού προσωπικού στη χώρα μας, αν θέλουμε πραγματικά η Ελλάδα να μην είναι μονίμως ουραγός στους σχετικούς πίνακες των εκθέσεων των διεθνών Οργανισμών που καταγράφουν τα δεδομένα της Υγείας, και αν πραγματικά διεκδικούμε για τους Πολίτες, αποτελεσματικές και ποιοτικές υπηρεσίες Υγείας.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 Α του άρθρου 5 του Ν. 1579/1985 (ΦΕΚ Α/217/85) τον τίτλο του Νοσηλευτή -Νοσηλεύτριας κατέχουν οι πτυχιούχοι τμημάτων Νοσηλευτικής ΑΕΙ, ΤΕΙ, τέως Ανωτέρων Σχολών αδελφών νοσοκόμων, επισκεπτριών αδελφών νοσοκόμων, ΚΑΤΕΕ και οι πτυχιούχοι που κατέχουν ισότιμα πτυχία της αλλοδαπής.
Ο τίτλος του Βοηθού Νοσηλευτή έχει κατοχυρωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Π.Δ. 210/2001 στους κατόχους πτυχίων TEE και Β’ κύκλου Βοηθών Νοσηλευτών, στους αποφοίτους των ΙΕΚ Νοσηλευτικής, των πρώην Μέσων Τεχνικών Επαγγελματικών Νοσηλευτικών Σχολών (ΜΤΕΝΣ), των πρώην τεχνικών επαγγελματικών λυκείων (Τ.Ε.Λ.) με κατεύθυνση Νοσηλευτικής και ισοτίμων σχολών της αλλοδαπής. Πέρα από τις δύο κατηγορίες, υπάρχει και η κατηγορία του λοιπού υγειονομικού προσωπικού, δηλαδή χωρίς ειδική εκπαίδευση.
Ο ιδιαίτερα μικρός αριθμός πτυχιούχων Νοσηλευτών/τριών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συνεπάγεται αυξημένη επικινδυνότητα για τη δημόσια υγεία, αφού ισοδυναμεί με χαμηλότερης ποιότητας νοσηλευτική φροντίδα που παρέχεται σήμερα από τα δημόσια νοσοκομεία, γεγονός που αποτυπώνεται στις σχετικές έρευνες ικανοποίησης των χρηστών των Υπηρεσιών Υγείας.
Η ύπαρξη ενός επιστημονικά και ποσοτικά επαρκούς κι επαγγελματικά ικανοποιημένου νοσηλευτικού σώματος αποτελεί την προϋπόθεση οποιασδήποτε σοβαρής προσπάθειας βελτίωσης της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας του υγειονομικού συστήματος. Μέχρι σήμερα από την Ελληνική Πολιτεία δεν δόθηκε κανένα κίνητρο επιστημονικής αναβάθμισης επαγγελματιών, που όχι μόνο έχουν αποδείξει με την πολυετή εργασιακή τους συμπεριφορά στα Δημόσια νοσοκομεία ότι είναι ικανά, αλλά και έχουν τη διάθεση να προσφέρουν ως Νοσηλευτές.
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που είναι πλέον μέλη της E.E., όπως η Πολωνία και η Βουλγαρία, αλλά και χώρες υπό ένταξη όπως η Τουρκία και η Αλβανία, έχουν ξεκινήσει ευρύτατα Πανεπιστημιακά προγράμματα για Νοσηλευτές.
Το μοντέλο λοιπόν της Εκπαίδευσης που πρέπει άμεσα να ακολουθηθεί στην Ελλάδα από εδώ και πέρα και με δεδομένα τα σφάλματα του παρελθόντος αλλά και των σημερινών συνθηκών νοσηλείας, είναι αυτό της ενιαίας εκπαίδευσης του συνόλου των Νοσηλευτών σε Πανεπιστημιακό επίπεδο ΑΕΙ.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ισοτίμηση των πτυχίων των αποφοίτων των ΤΕΙ και των πτυχιούχων των ισότιμα αναγνωρισμένων σχολών της ημεδαπής και της αλλοδαπής, με αυτό της Νοσηλευτικής Σχολής των ΑΕΙ. Για να γίνει αυτό εφικτό θα πρέπει να ρυθμιστεί η παρακολούθηση ενός προγράμματος εκπαίδευσης όμοιο στον τρόπο εφαρμογής και στη χρηματοδότηση του, με αυτό των Δασκάλων, αποφοίτων των Παιδαγωγικών Ακαδημιών που ισοτίμησαν τα πτυχία τους με τους συναδέλφους τους, αποφοίτους των Παιδαγωγικών Τμημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου.
Όσο αφορά το πρόγραμμα αυτό καθαυτό, προτείνουμε την εκπόνησή του από το τμήμα της Νοσηλευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών μετά από έναν ανοιχτό διάλογο όλων των φορέων της Νοσηλευτικής, ώστε να καλυφθούν τα τυχόν γνωστικά κενά των αποφοίτων του ΤΈΙ σε σχέση με αυτών του Πανεπιστημίου.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να ανοίξουν και άλλες Πανεπιστημιακές Σχολές Νοσηλευτικής, όπου υπάρχουν ήδη Ιατρικές Σχολές και αντίστοιχα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία, δηλαδή συνολικά 7 Σχολές πανελλαδικά , προκειμένου να διασφαλιστεί έτσι το επίπεδο των παρεχόμενων σπουδών, με αντίστοιχη σταδιακή κατάργηση των 9 Τμημάτων ΑΤΕΙ που λειτουργούν σήμερα, αλλά και της μίας (1) Σχολής ΑΤΕΙ Επισκεπτών/τριών Υγείας που λειτουργεί στην Αθήνα, καθώς και των δύο (2) ΑΤΕΙ Σχολών Μαιευτικής, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Οι συγκεκριμένες δύο ειδικότητες, μπορούν να γίνουν Ειδικότητες της Νοσηλευτικής, καθώς ήδη διαθέτουν σε μεγάλο βαθμό (πλέον του 90%) κοινό πρόγραμμα σπουδών με τη Νοσηλευτική.
Ακολούθως προτείνουμε για τους συναδέλφους Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κατόχους πτυχίων TEE Β’ κύκλου Βοηθών Νοσηλευτών, τους αποφοίτους των πρώην Μέσων Τεχνικών Επαγγελματικών Νοσηλευτικών Σχολών (ΜΤΕΝΣ) των πρώην επαγγελματικών λυκείων (Τ.Ε.Λ.) με κατεύθυνση Νοσηλευτικής και ισότιμων σχολών της αλλοδαπής και μόνο για αυτούς οι οποίοι είναι απόφοιτοι Λυκείου ή Εξατάξιου Γυμνασίου και έχουν τουλάχιστον πενταετή επαγγελματική εμπειρία να παρακολουθήσουν ένα πρόγραμμα εξομοίωσης φοιτώντας αρχικά στα ΤΕΙ της χώρας και με το πέρας της φοίτησης τους να λαμβάνουν πτυχίο ισότιμο με αυτό των αποφοίτων του ΤΕΙ.
Με αυτή τη λύση θα αποφευχθεί η προσβολή του όλου εγχειρήματος ως αντισυνταγματικού, καθώς οι αντίθετοι στην εξομοίωση των πτυχίων των νοσηλευτών ΔΕ προτείνουν ως βάσιμο επιχείρημα ότι κατά το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος δεν επιτρέπεται αδικαιολόγητα όμοια μεταχείριση προσώπων που τελούν σε διαφορετικές συνθήκες ( βλέπε σχετικά και την υπ’ αριθμόν 1260/1995 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σχετικά με την χορήγηση νοσηλευτικής ειδικότητας).
Ταυτόχρονα θα πρέπει οι σχολές των ΤΕΙ και σε διάρκεια επτά ως δέκα ετών να μη δέχονται νέους εισακτέους παρά μόνο να λειτουργούν για να εκπαιδεύουν τους φοιτητές που έχουν ήδη εισαχθεί και τους συναδέλφους Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με τελικό σκοπό την αναστολή της λειτουργίας τους. Επίσης όλες οι σχολές στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να αναστείλουν τη λειτουργία τους και να σταματήσουν να παράγουν Βοηθούς Νοσηλευτών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Η παραγωγή Νοσηλευτών σε αυτό το διάστημα δε θα γνωρίσει μεγάλη κάμψη, διότι τα ΤΕΙ για τα τέσσερα πρώτα χρόνια εφαρμογής αυτού του προγράμματος θα παράγουν αποφοίτους και στο ίδιο διάστημα θα εισάγονται φοιτητές στα Νοσηλευτικά τμήματα των ΑΕΙ, που θα αρχίσουν να αποφοιτούν μόλις τα ΤΕΙ σταματήσουν την παραγωγή Νοσηλευτών. Στο εκπαιδευτικό προσωπικό του ΤΕΙ θα πρέπει να δοθούν κίνητρα (όπως εκπαιδευτικές άδειες, πρόσβαση σε μεταπτυχιακά κλπ), ώστε να μπορέσουν στο χρονικό διάστημα μέχρι την οριστική κατάργηση της Σχολής της Νοσηλευτικής των ΤΕΙ να αποκτήσουν εκείνα τα απαραίτητα προσόντα, ώστε να μπορούν να μεταταγούν στις θέσεις ΔΕΠ των Πανεπιστημιακών Νοσηλευτικών τμημάτων, που θα πρέπει να αρχίσουν αμέσως να ανοίγουν και σε άλλα ΑΕΙ της χώρας, όπως προαναφέρθηκε.
Οι απόφοιτοι συνάδελφοι που θα παρακολουθούν με επιτυχία το πρόγραμμα εξομοίωσης στα ΤΕΙ θα μπορούν να εγγράφονται ως μέλη στην ΕΝΕ και να αποκτούν την άδεια άσκησης επαγγέλματος. Όσοι από αυτούς επιθυμούν, μπορούν να συνεχίσουν την εκπαίδευση μετέχοντας στο πρόγραμμα ισοτίμησης των πτυχίων ΤΕΙ και ΑΕΙ όπως αυτό περιγράφτηκε πιο πάνω.
Όσοι από τους συναδέλφους Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δεν επιθυμούν να μετέχουν στα προγράμματα ισοτίμησης μπορούν να συνεχίσουν να εξασκούν τα καθήκοντα τους, όπως μέχρι σήμερα τα εξασκούσαν, οι θέσεις τους θα γίνονται προσωποπαγείς και μετά τη συνταξιοδότηση τους δεν θα επαναπροκηρύσονται ως θέσεις ΔΕ Βοηθών, αλλά ως θέσεις Νοσηλευτών.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα βαθμίδα Βοηθητικού Υγειονομικού Προσωπικού με καθορισμένα και σαφή επαγγελματικά δικαιώματα και καθήκοντα. Η εκπαίδευση αυτού του κλάδου θα πρέπει να παρέχεται από τα TEE Β’ κύκλου και από τα ΙΕΚ, δεν θα φέρει τον τίτλο του Νοσηλευτή και ούτε οποιονδήποτε άλλο νοσηλευτικό επιθετικό προσδιορισμό. Προτείνουμε οι απόφοιτοι αυτού του κύκλου εκπαίδευσης να ονομάζονται «Επιμελητές ή Φροντιστές ασθενών» κατά τα διεθνή πρότυπα, ενώ η πρόσβαση αυτού του κλάδου στην Νοσηλευτική Σχολή των ΑΕΙ θα πρέπει να γίνεται μόνο με το εκάστοτε ισχύον σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
2. Νοσηλευτική Ειδικότητα
Στην εποχή της απόλυτης εξειδίκευσης, που διέπει σχεδόν όλους τους εργασιακούς χώρους, και ειδικά στην υγεία, απαιτούνται όλο και περισσότερα εφόδια γνώσεων από τους Νοσηλευτές, για να ανταποκριθούν στις ανάγκες νοσηλείας.
Η Ενιαία Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση από μόνη της, δεν καλύπτει τους εξειδικευμένους τομείς άσκησης του Νοσηλευτικού επαγγέλματος. Απαραίτητη λοιπόν κρίνεται η Νοσηλευτική ειδικότητα, ως μορφή ειδίκευσης, η οποία θα ετοιμάζει το Νοσηλευτή για να ασκήσει το Νοσηλευτικό επάγγελμα σε συγκεκριμένο τομέα και όχι όπου τύχει.
Μέχρι και σήμερα, όλοι γνωρίζεται, πως οι Νοσηλευτές μετά τη λήψη του πτυχίου τους και το διορισμό τους τοποθετούνται από τους Διευθυντές/τριες Νοσηλευτικής υπηρεσίες στις κλινικές και τα τμήματα των Νοσοκομείων κατά το δοκούν.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι νεοπροσλαμβανόμενοι συνάδελφοι να μη μπορούν να επιλέξουν τομέα απασχόλησης και οι επιθυμία τους για προσφορά σε συγκεκριμένο αντικείμενο να ποδοπατείται, από τις ανάγκες κάλυψης των κενών του συστήματος νοσηλείας.
Επιπλέον και με δεδομένη την έλλειψη υψηλής Νοσηλευτικής εξειδίκευσης, οι νέοι συνάδελφοι στην ουσία ξανά διδάσκονται το επάγγελμα, κατά την άσκηση του, αμέσως μετά από το διορισμό τους, από τους παλαιότερους, διαιωνίζοντας καταστάσεις, οι οποίες πλέον θεωρούνται απαράβατες παραδοχές λειτουργίας, κάτι σαν εθιμικό δίκαιο, όπως αυτές έχουν αποσαφηνισθεί μέσα στο πλέγμα δραστηριοτήτων της κάθε κλινικής και εργαστηρίου του Νοσοκομείου, ή της κοινότητας, ή της Πρόνοιας.
Η κατάσταση αυτή στερεί του επαγγέλματος από φρέσκες ιδέες και καθηλώνει τα νέα μυαλά σε συνθήκες νοσηλευτικού δεινοσαυρισμού. Παράλληλα η ανάπτυξη καινοτόμων προτάσεων λειτουργίας των κλινικών που αφορούν το νοσηλευτικό έργο εκλείπουν, με αποτέλεσμα την παράταση του τέλματος και την παντελή διάθεση αλλαγών, μεταρρυθμίσεων και παντρέματος της εμπειρίας με τη νέα γνώση, όπως αυτή τη φέρει ο νέος συνάδελφος.
Επιπλέον το χάσμα γνώσεων με το ιατρικό προσωπικό μεγαλώνει. Οι γιατροί κατά μέσο όρο για να εξασκήσουν το επάγγελμα τους εκπαιδεύονται σε έξι προπτυχιακά χρόνια και άλλα πέντε ως ειδικευόμενοι και ένα ως αγροτικοί, φτάνοντας συνολικά τα 11 χρόνια εκπαίδευσης, για να μπορέσουν να σταθούν έτοιμοι μπροστά στις απαιτήσεις του επαγγέλματος τους.
Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι, πως η ισότιμη συμμετοχή των Νοσηλευτών στην θεραπευτική ομάδα, μάλλον, σαν ανέκδοτο ακούγεται, αφού η πλάστιγγα των γνώσεων γέρνει προς τους ιατρούς, με αποτέλεσμα τη διαιώνιση του δεσποτικού ιατροκεντρικού μοντέλου λειτουργίας των τμημάτων του Νοσοκομείου.
Η ενασχόληση λοιπόν για ένα χρόνο των Νοσηλευτών πριν το διορισμό τους σε ένα πρόγραμμα νοσηλευτικών ειδικοτήτων, με σαφή εκπαιδευτικό και ταυτοχρόνως επαγγελματικό περιεχόμενο θα είχε πολλαπλά οφέλη.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα εξής:
- Ενασχόληση με αντικείμενο επιλογής ( π.χ. ΜΕΘ), άραγε μεγαλύτερο ενδιαφέρον
- Περισσότερο χρόνο ενασχόλησης με το επάγγελμα, σε καθεστώς εργασίας , με αποτέλεσμα την απομυθοποίηση του και την ενεργό συμμετοχή πριν το διορισμό.
- Περισσότερη μελέτη και ερευνητική προσπάθεια από πλευράς των συμμετεχόντων
- Τη δημιουργία στα νοσοκομεία γραφείων εκπαίδευσης, που θα συντονίζουν, με ένα αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας τους εκπαιδευόμενους και θα ετοιμάζουν τα προγράμματα θεωρητικής κλινικής και ερευνητικής εκπαίδευσης
- Άμεση σύνδεση των ειδικευομένων Νοσηλευτών με την παραγωγική διαδικασία
- Καταπολέμηση της ανεργίας, τόνωση των Νοσοκομείων με την πρόσληψη για εκπαίδευση ειδικευομένων Νοσηλευτών
- Ανάπτυξη νέων Νοσηλευτικών ειδικοτήτων σε όλους τους τομείς άσκησης του Νοσηλευτικού επαγγέλματος
- Καθιέρωση στα νοσοκομεία του κλινικού εκπαιδευτή και την κατ΄ αυτόν τον τρόπο παραγωγή διδακτικού έργου
Καθιέρωση νοσοκομείων που θα παρέχουν τον τίτλο του Ειδικού Νοσηλευτή σε κάθε υγειονομική περιφέρεια με πολλαπλά οφέλη και για τα ίδια τα ιδρύματα.
Τελικός κερδισμένος από όλα αυτά ο χρήστης των υπηρεσιών υγείας, που πλέον θα τον αντιμετωπίζει Νοσηλευτής, ο οποίος από την πρόσληψη του θα είναι έτοιμος να του δώσει υπηρεσίες υψηλής εξειδίκευσης και εγνωσμένης αξίας.
Προβλήματα από τη λειτουργία του θεσμού μπορεί να υπάρξουν, και χαρακτηριστικά αναφέρονται:
- Χρησιμοποίηση των ειδικευομένων Νοσηλευτών ως φτηνά εργατικά χέρια
- Κάλυψη των αναγκών νοσηλείας με μη μόνιμο προσωπικό αλλά με ειδικευόμενους Νοσηλευτές
- Ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα των ειδικευόμενων νοσηλευτών μπορεί να ποδοπατηθούν
- Στήσιμο απεργοσπαστικού μηχανισμού
- Ανάπτυξη κλίματος τρομοκρατίας στους υπό κρίση ειδικευόμενους συναδέλφους με σκοπό την καλλιέργεια δουλικών συμπεριφορών, απέναντι στην εκάστοτε Διοίκηση και Νοσηλευτική Διεύθυνση.
Όλα όμως τα παραπάνω μπορούν να αποφευχθούν με τη λειτουργία ενός σφικτού κανονιστικού πλαισίου, τέτοιου που θα αποτρέπει τις παράνομες – παράτυπες συμπεριφορές και μπορεί να αναδείξει ένα νέο προφίλ πετυχημένης λειτουργίας, που θα εξαρτηθεί από την ωριμότητα που πρέπει να δείξουμε όλοι μας, εργαζόμενοι και εκπαιδευόμενοι, όταν έρθει η ώρα της συνολικής του ανάπτυξης.
Απαραίτητο εφόδιο για την πρόσληψη θα πρέπει να είναι και ο τίτλος της Νοσηλευτικής Ειδικότητας.
3. Υπηρεσιακή ανέλιξη
Το μοντέλο ιεραρχικής διαβάθμισης χρήζει κάποιων αλλαγών.
Η θέση του Διευθυντή/τριας Νοσηλευτικής υπηρεσίας θα πρέπει να ενισχυθεί με την αφαίρεση των αρμοδιοτήτων που ο νόμος δίνει στους Διευθυντές των κλινικών στα Νοσοκομεία. Οι Τομεάρχεις Νοσηλευτικής υπηρεσίας θα πρέπει να αποκτήσουν σαφή περιγεγραμμένο έργο, με κανονιστικό πλαίσιο γενικό για όλη τη χώρα και με την ανάθεση διευθυντικών ευθυνών συντονισμού του προσωπικού με εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας του κάθε νοσοκομείου.
Οι τομείς είναι θέμα διαχείρισης του κάθε νοσοκομείου με απαραίτητη τη λειτουργία τουλάχιστον δύο, δηλαδή, ενός χειρουργικού και ενός παθολογικού.
Οι Προϊστάμενες κλινικών τμημάτων και εργαστηρίων θα πρέπει να συνεχίσουν με τα ίδια δικαιώματα και αρχές και να επιτελούν το έργο τους.
Θα πρέπει να καθιερωθεί και νομικά ο ρόλος της Αναπληρώτριας Υπευθύνου Νοσηλεύτριας , με περιγεγραμμένα καθήκοντα στον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας του κάθε νοσοκομείου, που θα σέβεται τις ιδιαιτερότητες της κάθε κλινικής.
Ο ρόλος της Εφημερεύουσας – Συντονίστριας Νοσηλεύτριας και των Κλινικών Εκπαιδευτών του Νοσηλευτικού Προσωπικού θα πρέπει κατά νοσοκομείο να προβλεφθούν και να περιγραφούν καθήκοντα και αρμοδιότητες.
Οι προτάσεις που ως άνω αδρά περιγράφονται, αποτελούν ένα ρεαλιστικό πλέγμα θεσμικών παρεμβάσεων και μεταρρυθμιστικών τομών που δε συνοδεύεται από οικονομικό κόστος, καθώς σήμερα η χώρα μας διαθέτει τόσο την υλικοτεχνική υποδομή όσο και το εξειδικευμένο προσωπικό που είναι ικανό να τις υλοποιήσει. Αυτό που απουσιάζει μέχρι σήμερα, είναι η απαραίτητη Πολιτική βούληση και η συγκρουσιακή διάθεση με κατεστημένα και συμφέροντα δεκαετιών, που εγκλωβίζουν τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου σε βάρος της κοινωνίας.
Θεωρούμε ότι η υιοθέτησή τους αποτελεί αναγκαία συνθήκη για το απαραίτητο άλμα φυγής σε ένα ελπιδοφόρο μέλλον έξω από το τέλμα της σημερινής κρίσης.